- πακτώνω
- πακτώνω και παχτώνω πάκ(χ)τωσα, πακ(χ)τώθηκα, πακ(χ)τωμένος, τοποθετώ μόνιμα αντικείμενο μέσα σε λάσπη, γύψο, τσιμέντο, στερεώνω, σφηνώνω: Η βάση της κεραίας της τηλεόρασης πρέπει να παχτωθεί στην ταράτσα, για να σταθεί. Με τη σημασία του «μισθώνω αγρόκτημα» δε χρησιμοποιείται σήμερα το ρήμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.